ὁμοιοπαθῶς

ὁμοιοπαθῶς
ὁμοιοπαθής
having like feelings
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ισοπαθώς — ἰσοπαθῶς (Μ) επίρρ. με ίσο πάθος, ομοιοπαθώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παθῶς < παθής < θ. παθ. (πρβλ. ἔ παθ ον τοὺ πάσχω*), πρβλ. ομοιο παθώς] …   Dictionary of Greek

  • ομοιοπαθής — ές (ΑΜ ὁμοιοπαθής, ές) 1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με άλλον ή με άλλους, αυτός που παθαίνει τα ίδια δεινά με άλλον ή με άλλους 2. (για πράγματα) αυτός που υπόκειται στους ίδιους νόμους στους οποίους υπόκεινται και άλλοι. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”